- λασπονέρι
- τονερό θολό από τη λάσπη, βουρκονέρι: Μετά τη βροχή οι λακκούβες ήταν γεμάτες λασπονέρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λασπόνερο — και λασπονέρι, το νερό θολό από το πολύ χώμα που περιέχει … Dictionary of Greek